- πρωιμιά
- ητο να είναι κάτι πρώιμο: Έχουμε πρωιμιές στα φρούτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωιμιά — η, Ν [πρώιμος] 1. η ιδιότητα τού πρώιμου, το να είναι κάτι πρώιμο 2. στον πληθ. οι πρωψιές οι πρώιμοι καρποί … Dictionary of Greek
πρωιμότητα — η, Ν [πρώιμος] 1. η ιδιότητα τού πρώιμου, πρωιμιά 2. ζωολ. η ικανότητα τού ζώου να εμφανίζει σε μικρή ηλικία τις ζωοτεχνικές ιδιότητες για τις οποίες εκτρέφεται και τις χαρακτηριστικές για το είδος παραγωγικές ικανότητες … Dictionary of Greek